- εὐπαράπλους
- εὐπαρά-πλους, ουν,A easy to coast along, Str.17.3.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράπλους — εὐπαράπλους, ουν και οος, οον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα ή ακίνδυνα μπορεί να παραπλεύσει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρά πλους] … Dictionary of Greek